- ιππημολγός
- ἱππημολγός, ὁ (Α)(για σκυθική ή ταταρική φυλή) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το γάλα φοράδας για τροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -ημολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου-μολγός, Κυν-αμολγός. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.